"Κάτι Παίζει" στο Θέατρο…

Η παράσταση είναι γεγονός! Το κείμενο που συνέγραψαν οι ακροατές του 9.58 fm στον αέρα των ερτζιανών μέσω sms ανεβαίνει από την Πειραματική Σκηνή του Κ.Θ.Β.Ε. την Πέμπτη 27 Μαίου 2010 και για τρεις παραστάσεις. Ένα έργο που έχει για συγγραφείς 160 άγνωστους μεταξύ τους ανθρώπους και μετρά 2000 sms!!!

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010

Το κείμενο μέχρι στιγμής (1):

Δεν Αντέχω Άλλο! Έρχονται Συνέχεια!
Άδειο είναι το βλέμμα σου αλλά πηχτό το αίμα σου…


ΠΑΒΛΟΦ Ο ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Το’ άκουσα στο ραδιόφωνο! Η Μαρία Μιλφέιγ έκανε τον Κλέωνα Σωτήρχο να κλαίει! Και να γελά!

Πεζόδρομος στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Η Μαρία "στήνει" μια εγκατάσταση. Ο Κλέων μοιάζει να περιμένει κάποιον.
ΜΑΡΙΑ: Μου δένεις λίγο το κορδόνι;
ΚΛΕΩΝ: Ευχαρίστως αν μου λύσεις κι εσύ ένα πρόβλημα!
ΜΑΡΙΑ: Δεν ξέρω... Ένα πρόβλημα μπορεί να χρειάζεται μέρες για να λυθεί, ενώ ένα κορδόνι δένεται στο άψε-σβύσε! Πόσο καλύτερο θα ήταν να λύνεται εύκολα ένα πρόβλημα και να δένεται δύσκολα ένα κορδόνι...
ΚΛΕΩΝ: (Την αιφνιδιάζει δένοντας αστραπιαία το κορδόνι) Τώρα οφείλεις να με βοηθήσεις!
ΜΑΡΙΑ: Τι να γίνει; Μ΄αρέσουν οι περιπέτειες!
ΚΛΕΩΝ: Πάμε λοιπόν! Σπίτι μου!
ΜΑΡΙΑ: Περίμενε! Δεν ξέρω ούτε τ΄ όνομα σου!
ΚΛΕΩΝ: Εσύ δεν είπες πως σου αρέσουν οι περιπέτειες!
ΜΑΡΙΑ: Αρκεί να μου βρείς ένα άλλοθι και κάποιον να μας συστήσει!
ΚΛΕΩΝ: Tι τα θες τα άλλοθι; Kορδόνι σου έχουν ξαναδέσει;
ΜΑΡΙΑ: Έχεις δίκιο! Πάμε!

ΠΑΒΛΟΦ Ο ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Το άκουσα στο ραδιόφωνο! Η Νίνα, οδηγός νεκροφόρας, είχε συνεπιβάτη τον Κλέωνα Σωτήρχο!

ΝΙΝΑ: Οι πεθαμένοι είναι βολικοί, οι ζωντανοί είναι μπελάς! Τέτοιο κλάμα δεν έχω ξανακούσει ποτέ! Μου πήρε τ’ αυτιά! Σε μένα ήταν να συμβεί;...
Τι περίμενες κύριε; Έπρεπε να προσέχεις!... Κάνεις οτοστόπ σε νεκροφόρα! Να το δεχτώ! Ζητάς να χαμηλώσω τη μουσική; Τη χαμηλώνω! Ζητάς να σβήσω τη θέρμανση; Τη σβήνω! Μου λες ότι βιάζεσαι; Πατάω γκάζι! Αλλά παθαίνω λάστιχο και δεν βοηθάς; Ε, όχι! -Αλήθεια, γιατί η ρεζέρβα είναι κάτω από την κάσα του νεκρού; Πολύ άβολο!- Θα βοηθήσεις, του λέω! Τι το ΄θελα; Πλάνταξε να κλαίει πάνω απ' το πτώμα! Δεν μπορούσα να τον συνεφέρω! Ούτε μετά την κηδεία! 2 ώρες του έκανα βόλτα! Όλη την πόλη γυρίσαμε! Όλη μου τη ζωή του είπα! Για τους τρεις άντρες μου του μίλησα! Για τη Ρουμανία! Το Βουκουρέστι! Τα Καρπάθια! Τίποτα! Μόνο όταν του απήγγειλα Ρίλκε σταμάτησε τον θρήνο! "Το Ωραίο είναι η Αρχή του Τρομερού!"... Γυρνάει και με κοιτάζει μ' ένα παράξενο βλέμμα κι αρχίζει τα ακαταλαβίστικα: κάτι για σκύλο και μια κυρία πως την λένε, κάτι για πύργους του αίματος...! Κόντεψα να τρακάρω απ' την σύγχυση!

Εμφανίζεται η Μανίνα κρατώντας ένα ποπ-αρτ βαλιτσάκι. Το ανοίγει και βγάζει ένα πτυσσόμενο πάγκο. Μιλά στη Νίνα και παράλληλα στήνει το καφε-μαντείο της.
ΜΑΝΙΝΑ: Τη μοίρα λέω, το μέλλον ξεγυμνώνω, ρώτα με αν τολμάς! Πάλι μόνη σου μιλάς;
ΝΙΝΑ: Η μοναξιά μοιάζει με τη βροχή! Ρίλκε!
ΜΑΝΙΝΑ: Ξεκόλλα!...
ΝΙΝΑ: Εσύ μας έλειπες τώρα! Μανίνα η λησταρχίνα!
ΜΑΝΙΝΑ: Τι έλεγες πριν; Ότι κόντεψες να τρακάρεις; Δε θα’ ταν η πρώτη φορά!
ΝΙΝΑ: Κοριτσάκι πράμα, μια γλώσσα να!
ΜΑΝΙΝΑ: Παίρνω μαθήματα απ’ τους μεγαλύτερους!
ΝΙΝΑ: Μανινάκι… σε χρειάζομαι! Αν δε μιλήσω κάπου θα σκάσω!
ΜΑΝΙΝΑ: Να βάλω καφέ;
ΝΙΝΑ: Ο καφές είναι ομπρέλα στη μοναξιά! Βάλε!
ΜΑΝΙΝΑ: Σε προειδοποιώ! Μαζί μου κομμένη η ποίηση!
ΝΙΝΑ: Καλά!
ΜΑΝΙΝΑ: (με δυσπιστία)...
ΝΙΝΑ: Εντάξει λέμε! Βάλε καφέ! Έχουμε θέμα…
ΜΑΝΙΝΑ: Πες μου ότι βγήκε το φλιτζάνι! Πες μου ότι συνάντησες τον έρωτα και δεν τον λένε Ρίλκε!
ΝΙΝΑ: Που τέτοια τύχη! Το αντίθετο! Έχω μπλέξει μ’ έναν παρανοϊκό! Κόντεψε να με πνίξει!
ΜΑΝΙΝΑ: Σοβαρά μιλάς; Τον ξέρω;
ΝΙΝΑ: Εγώ πάντως δεν τον ήξερα!
ΜΑΝΙΝΑ: Ε, και πως; Έτσι, σε στρίμωξε στα καλά καθούμενα; (σερβίρει)
ΝΙΝΑ: Μέσα στην κούρσα!
ΜΑΝΙΝΑ: Μέσα στην κούρσα όταν λες; Τι ήταν; Κανένας… (με νόημα) πελάτης;
ΝΙΝΑ: Ναι! Σηκώθηκε και ήθελε να οδηγήσει! Δεν είμαι τρελλή, μικρή ανόητη! Ένας μανιακός ήταν που μ’ έπιασε απ’ το λαιμό και με ταρακουνούσε! Του δίνω μια κι εγώ στα τρυφερά και τον πετάω απ’ τ’ αμάξι!
ΜΑΝΙΝΑ: Έχει πολλούς τρελούς, αγάπη μου! Πίνε να δούμε τι θα πει κι αυτό! Είχα κι εγώ μια δυσάρεστη γνωριμία σήμερα. Καινούριος πελάτης. Πολύ περίεργος! Άφησε «μισό» το φλιτζάνι, πλήρωσε κι έφυγε χωρίς κουβέντα…
ΝΙΝΑ: Του βρήκες τίποτα κακό; (το πίνει μονορούφι και το γυρνάει)
ΜΑΝΙΝΑ: Θάνατο! Μα δεν του το’ πα! Έτοιμη; (ελέγχει το φλιτζάνι) Έτομη!
ΝΙΝΑ: Για λέγε! Παπατζού!
ΜΑΝΙΝΑ: Τι λέτε κυρία μου! Σήμερα είναι η τυχερή σας μέρα! Σήμερα θα σας πω όλα τα μελλούμενα! (παριστάνει πως μελετάει το φλιτζάνι)
ΝΙΝΑ: Όπως μου τα πες χθες και προχθές!
ΜΑΝΙΝΑ: Λοιπόν εσύ, βαρύ φορτίο κουβαλάς μα στα απάτητα πετάς!
ΝΙΝΑ: Ναι; Και τι άλλο; Στο τρία επάνω μεγάλη χαρά θα πάρω; Αυτά να τα πεις εκεί που σε παίρνει! Λέγε! Αυτόν τον βλέπεις;
ΜΑΝΙΝΑ: Τον βρήκα! Κοντός, νεαρός, μελαχρινός;
ΝΙΝΑ: Το αντίθετο! Ψηλός, μεγάλος και γκριζαρισμένος.
ΜΑΝΙΝΑ: Ειιι!, Αυτόν στον βρήκα χθες! Δε σου είπα πως θα γνωρίσεις μεσόκοπο, γοητευτικό άντρα που θα αναστατώσει τη ζωή σου!
ΝΙΝΑ: Καλά, παλιότερα μου είχες πει πως θα «παραδώσω» πελάτη που θα σκάει στα γέλια! Φαντασία να υπάρχει!
ΜΑΝΙΝΑ: Έχεις δίκιο! Είναι ο ίδιος με χθες! Θα στο πω ποιητικά μήπως το καταλάβεις! Βλέπω να ασπρίζει η καρδιά σου από άντρα που έχει κλάψει στην ποδιά σου!
ΝΙΝΑ: Άστο! Δεν το' χεις! Τι άλλο βλέπεις;
ΜΑΝΙΝΑ: Είσαι σίγουρη ότι θέλεις ν' ακούσεις; ...Θάνατο βλέπω! (σκοτάδι)
ΠΑΒΛΟΦ Ο ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Οι ακροατές λένε: Θάνατος είναι ο θάνατος! Παράλογη συνήθεια!
ΦΩΝΕΣ OFF: Ένα μπλε δωμάτιο με κλειδωμένες πόρτες…Ο φανατισμός… Να μην έχεις ούτε ένα ξεκαρδιστικό όνειρο… Η στιγμή που «φεύγει» ο νέος και μένει ο γέρος… Όταν τα χείλη και το δέρμα δεν θυμούνται… Θάνατος; Φοράμε καινούριο κοστούμι!...Πάμε γι’ άλλα…! Θάνατος είναι η αρχή!
ΠΑΒΛΟΦ: Λένε!...
...Το άκουσα στο ραδιόφωνο!... Τεμαχισμένο πτώμα βρέθηκε σε κάδο ανακύκλωσης γυαλιού! Ευχάριστη είδηση! Υπάρχουν κάδοι ανακύκλωσης! Τι άλλο άκουσα; Α! Ότι πτώμα εθεάθη να σουλατσάρει στην πόλη! Αυτό δεν είναι είδηση! Γεμάτη η πόλη πτώματα! Γιατί με κοιτάν συνέχεια; Δε φαίνεται ότι περιμένω το Θεό; Γέμισε ο δρόμος κάμερες! Έχει ζαζέψει ο κόσμος! Τρέχουν πέρα δώθε σαν τρελοί! Ευτυχώς, ο ποδηλατόδρομος θα έχει και ανισόπεδους κόμβους! Το άκουσα στο ραδιόφωνο! Και αστυνόμους με ποδήλατα! Της δημοτικής αστυνομίας! Βέβαια! Τέτοιος που ειν’ ο δήμαρχος τέτοιοι κι οι ψηφοφόροι! Είμαι κι εγώ τρελός! Τ’ ομολογώ! Παβλόφ, το καλλιτεχνικό μου! Δικό σας είναι το χέρι, κυρία μου; Είστε καλά; Δε σας βλέπω καλά! Ούτε κι εγώ είμαι καλά! Μ’ ενοχλούν οι κρυφές σας σκέψεις! Έρχονται συνέχεια! Πως θα τα καταφέρω να τις καταλάβω! Είναι σαν τις γυναίκες! Μια γρια κλαίει και λέει για μια χρυσή αλογόμυγα... Θ’ ανάψω ένα τσιγαράκι και θα την πέσω στο κρεβάτι μου! Ο Άλκης έγινε βασιλιάς! Θα έρθει ο σεκιουριτάς και θα μου πει «απαγορεύεται!»… Τι είναι χειρότερο από την αχαριστία των ανθρώπων; Τα πουλιά δεν ξανάρχονται, οι μέλισσες χάνονται, το φως λιγοστεύει! Τι κρίμα! Χάνω το σήμα του σταθμού! Τα τραγούδια, κύριε, ανήκουν σ’ αυτούς που τα ακούν! Ας γελάσω σαν τρελός! Ένα τσιγάρο φυλακή με βλέπει απ’ την γωνία…
Εμφανίζεται ο Κλέων. Ο Παβλόφ φοράει μια λευκή ποδιά. Παριστάνει τον Ψυχίατρο.
Ψ. ΠΑΒΛΟΦ: Περάστε, Κλέωνα! Καλώς ήρθατε! Τι σας φέρνει εδώ, σήμερα;
ΚΛΕΩΝ: Οι άλλοι! Αυτοί με φέρανε εδώ. Εγώ μια χαρά είμαι.
Ψ. ΠΑΒΛΟΦ: Οι άλλοι; Δεν βλέπω κανέναν άλλο. Μόνος ήρθατε! Τι σας συμβαίνει;
ΚΛΕΩΝ: Φοβήθηκα, γιατρέ μου! Ξύπνησα σήμερα το πρωί και η φάτσα μου έμοιαζε με του Τζακ Νίκολσον στη φωλιά του Κούκου.
Ψ. ΠΑΒΛΟΦ: Και λοιπόν; Ποιο είναι το πρόβλημα;
ΚΛΕΩΝ: Βλέπω περίεργα όνειρα! Φοβάμαι να κλείσω τα μάτια μου! Αλλού κοιμάμαι και αλλού ξυπνάω!
Ψ. ΠΑΒΛΟΦ: Τι όνειρα βλέπεις, παιδί μου; Μίλησε μου γι’ αυτά!
ΚΛΕΩΝ: Βλέπω πως είμαι κλεισμένος σ’ ένα δωμάτιο. Oι τοίχοι αρχίζουν να μετακινούνται προς το μέρος μου, εγώ προσπαθώ να φωνάξω και η φωνή μου δεν βγαίνει. Η πόρτα χάνεται… Βλέπω αρμούς από πλακάκια. Σηκώνονται σε 3 διαστάσεις και φτιάχνουν ένα κλουβί. Εγώ σφηνώνω ανάμεσα τους , αιωρούμενος, για πάντα! Ακούω κλάμα μωρού, κι αντικρίζω ένα οκτάχρονο κορίτσι να με παρατηρεί με τα μάτια μου.
Ψ. ΠΑΒΛΟΦ: Αρκεί παιδί μου! Σου αρέσουν οι λουκουμάδες;
ΚΛΕΩΝ: Συχνά, ονειρεύομαι τα κτίρια μου. Τη μια γκρεμίζονται, την άλλη εξαφανίζονται! Ή την πόλη να έχει γεμίσει αγάλματα που με κοιτάζουν παράξενα. Άλλες φορές, είμαι μια πασχαλίτσα, πετώ πάνω από ένα τροπικό δάσος κι ανακαλύπτω μια νεκροφόρα. Μετά, είμαι ο ίδιος μέσα στην νεκροφόρα, επιβάτης… μη ρωτάτε το τέλος. Κάποιος γελάει, νιώθω θαμμένος ζωντανός, κατεβαίνω στον τάφο μόνος μου, ανάλαφρη η πρώτη φτυαριά!
Ψ. ΠΑΒΛΟΦ: Καταλαβαίνω, παιδί μου! Οι λουκουμάδες με μέλι; Σου αρέσουν; Τα κυκλάμινα;
ΚΛΕΩΝ: Τελευταία, βλέπω μια κοντή, εντελώς σουρεάλ, να μου ζητά να της δέσω το κορδόνι!
Ψ.ΠΑΒΛΟΦ: Οι ορχιδέες; Ποιον αγαπάς στον κόσμο όλο;
ΚΛΕΩΝ: Ο πιο πρόσφατος εφιάλτης, γιατρέ μου, είναι πως γράφεται ένα θεατρικό με κεντρικό χαρακτήρα εμένα. Άγνωστοι μου βάζουν λόγια στο στόμα. Δεν ξέρω τι θα πω παρακάτω. Δεν ξέρω ποια θα είναι η έκβαση.
Ψ. ΠΑΒΛΟΦ: Πως νιώθεις όταν ξυπνάς;
ΚΛΕΩΝ: Τρέμω στη σκέψη ότι θα βγει αληθινός!
Ψ. ΠΑΒΛΟΦ: Ησύχασε! Έχει πραγματοποιηθεί ποτέ κάποιο σου όνειρο;
ΚΛΕΩΝ: Η Νεκροφόρα, τα Κορδόνια Της Μαρίας, τα Τυφλά Αγάλματα...
Ψ. ΠΑΒΛΟΦ: Ποια είναι η Μαρία, Κλέωνα;
ΚΛΕΩΝ:
Ψ. ΠΑΒΛΟΦ: Επαναλαμβάνω την ερώτηση! Ποια είναι η Μαρία;
ΚΛΕΩΝ: Κι εγώ αναρωτιέμαι! Ποια είναι η Μαρία; Ένα ξωτικό είναι που έρχεται συνέχεια στα όνειρα μου! Ίσως δεν υπάρχει, στ’ αλήθεια! Ίσως τη δημιούργησε η λαχτάρα μου για ένα μιλφέιγ! Ξέρετε το ζάχαρο δεν μου επιτρέπει τα γλυκά! Αλλά δεν αντέχω το βλέμμα της… Κοίτα την πως με κοιτά!
Ψ. ΠΑΒΛΟΦ: Πότε γνώρισες την Μαρία, Κλέωνα;
ΚΛΕΩΝ: Έχει σημασία; Άκουσα μια συνέντευξη της στο ραδιόφωνο...

Έχει ήδη μπει η Μαρία. Απ' το μεγάφωνο παίζει το Cucurrucucú Paloma-Caetano Veloso . Καθ’ όλη τη διάρκεια της σκηνής που ακολουθεί, η Μαρία φιλοτεχνεί ένα μικρογλυπτό. Το ντύνει με υφάσματα που βγάζει από πάνω της π.χ. ένα σάλι, μια κορδέλα απ’ τα μαλλιά της, κ.λ.π.
ΠΑΒΛΟΦ: (Έχει βγάλει την ποδιά και πλησιάζει την Μαρία.) Δεν κλαίνε, δεν γελάνε, είπε η Μαρία στην συνέντευξη… Mαρία μ’ αγαπάς λιγάκι; Με θυμάσαι;
ΜΑΡΙΑ: Ωραία επιλογή! Μ’ αρέσουν τα soundtrack του Αλμοδόβαρ! Αλλά θα μ’ άρεζε ν’ ακούσω και Πιοβάνι! …La vita e bella… Ή Μάνο Χατζιδάκι! Ακούω πολύ μουσική! Όλα τα είδη! Γι’ αυτό αγαπάω το ραδιόφωνο! Κυρίως τον σταθμό σας! Κάνω τα πάντα ακούγοντας ραδιόφωνο! Εκτός από γλυπτική! Εκεί θέλω απόλυτη σιωπή! Νεκρική! Μ’ ενοχλούν τα λόγια, με αποσυντονίζουν. Παλιότερα, επέλεγα κλασικά θέματα. Μελωδίες! Ή δούλευα μ’ ένα φίλο που έπαιζε κρουστά κι ακολουθούσα τον ρυθμό του. Τώρα αντέχω μόνο τους ήχους της φύσης! Τίποτα που να προέρχεται απ’ τον άνθρωπο!
ΠΑΒΛΟΦ: Μαρίααα! Κου-κου; Τζάζζζ;
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΙ (φωνές off, μια αντρική-απευθύνει τις ερωτήσεις στον ενικό- και μια γυναικεία -στον πληθυντικό-): Γιατί κάνετε γλυπτική; Ποια υλικά προτιμάτε; Τι βάζεις στα έργα σου και αποκτούν περίεργες ιδιότητες; Γιατί τα κρύβεις στην πόλη; Σε ποια σημεία; Τι θα τοποθετούσατε μπροστά στο Δημαρχείο; Γιατί δεν έχουν μάτια τα γλυπτά σου; Ποιοι κλαίνε, ποιοι γελάνε; Που γεννήθηκες Μαρία; Που μεγάλωσες; Μιλφέιγ είναι το καλλιτεχνικό σου; Γιατί επιλέξατε αυτήν την πόλη; Τι καταστρέφει την καθημερινότητα σου; Ακούτε μουσική όταν εργάζεστε; Ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος σας; Τι φοβάσαι, Μαρία; Τι φοβάσαι;
ΜΑΡΙΑ: Γιατί κάνω γλυπτική; Τι θέλετε ν’ ακούσετε; Κάτι όπως « ο καθένας ψάχνει τρόπους να βρει τον εαυτό του»; Καλό; Ή μήπως να πω «αυτό ήθελα να κάνω από μικρή»; Ναι, είχα μανία με τις πλαστελίνες από μικρή! Μου άρεζε να παίζω με την λάσπη και να πλάθω ανθρώπους. Ακόμα ανθρώπους πλάθω. Νιώθω ζωντανή όταν το κάνω. Όχι, είναι λίγο αυτό που λέω. Νιώθω θεά. Μια θεά που έχει τη δύναμη να πλάθει ανθρώπους! Υπερβολή; Η γιαγιά μου έλεγε ότι μόνο η υπερβολή οδηγεί στα παλάτια της σοφίας…
Μ’ αρέσει ο πηλός. Είναι γήινος και σπάει εύκολα. Χρησιμοποιώ και μέταλλα. Συνήθως, όμως, ψάχνω στα σκουπίδια για τα υλικά μου! Ρετάλια, χαρτιά, τενεκεδάκια! Είναι η μυρωδιά που έχει σημασία! Πρέπει να μυρίζουν ανθρωπίλα! Ύστερα, τους δίνω την ψυχή μου. Πολύ συναίσθημα! Πόνο, χαρά, λίγο γέλιο, μερικά δάκρυα. Και κάτι σκέψεις. Που έρχονται συνέχεια…
ΠΑΒΛΟΦ: Τελικά το μυαλό, το γυρίζει το θέμα εκεί που θέλει! Εγώ μπορώ να έχω έκπτωση στα sms; Ας κάνει κάτι η εκπομπή!
ΜΑΡΙΑ: Μάτια δεν τους βάζω! Ποτέ! Κι αυτοί που έχουν, βλέπουν; Άλλωστε την ουσία τη νιώθει μόνο η καρδιά! Σας άρεσε; Μικρός Πρίγκηπας, Εξυπερύ!... Αυτός είναι και ο λόγος που κρύβω τα έργα μου! Μετράω πόσοι ξέρουν να κοιτάζουν! Στην πραγματικότητα δεν τα κρύβω. Τ’ αραδιάζω παντού! Σε σπίτια φίλων, σε καφέ, σε ρεστοράν, στα πεζοδρόμια. Γεια σου, Παβλόφ!. Σε παγκάκια, σε πάρκα. Κατά μήκος των τειχών. Στις πλατείες. Παντού. Τα προσπερνούν χωρίς να τα προσέξουν! Πρέπει να τους τα δώσω στο χέρι για να τα δουν! Μια μέρα προσέφερα ένα στον Δήμαρχο! Όχι μην μπερδεύεστε! Άλλη τέχνη η γλυπτική, άλλη το γλείψιμο! Δεν το’ κανα γι’ αυτό! Πήγα να του προτείνω να μαζέψει όλα τ’ αγάλματα της πόλης μπροστά στο δημαρχείο του. Να συγκεντρωθεί η αλαζονεία σ’ ένα μέρος! Κι ύστερα, να γεμίσουμε την πόλη με πολύχρωμα γλυπτά. Χρειάζονται χρώμα και ζωή οι γειτονιές...
ΠΑΒΛΟΦ: Θέλω αγγέλους που να μοιάζουν του Ρουβά και δεινόσαυρους για να τρομάζουμε! Χααα! Τον Ρεξ τον Τυρανόσαυρο να βάλουμε παντού! Μ' αρέσει πολύ!
ΜΑΡΙΑ: Ήταν σε μια συνέντευξη Τύπου. Διακόπηκε γιατί ο Δήμαρχος έπεσε κάτω από τα γέλια! Γέλια μέχρι δακρύων! Τον πήραν με το φορείο! Είχα ξαναδεί ανθρώπους να κλαιν και να γελούν όταν τα αντίκριζαν αλλά τόσο πολύ… Ούτε εγώ δεν το περίμενα!
ΠΑΒΛΟΦ: Ουφ! Πόνεσε ο αντίχειρας μου! Τουλάχιστον, θα γυριστεί και σε ταινία μεγάλου μήκους;
ΜΑΡΙΑ: Όμορφο το μη αναμενόμενο, μη μου πείτε ότι διαφωνείτε; Να κλαίνε οι αναίσθητοι, να γελάν οι αγέλαστοι, δεν είναι κακό, ε; Κακό είναι να χλευάζεις ένα δάκρυ, να μη γελάς με το αστείο του φίλου. Τι; Πέφτω σε κλισέ; Μπορεί! Για να δω τα μάτια σας; Τα βλέπω στεγνά ή είναι η ιδέα μου; Τι λέγαμε; Πώς πετυχαίνει τέτοια θαύματα η τέχνη; Τι να πω; Η γιαγιά μου τα κατάφερνε με κουλουράκια κανέλας. Μας άλλαζε τη μέρα…με κανέλα και παραμύθια. Της άρεσε πολύ να λέει παραμύθια. «Ξέρεις από που βγήκες, Μαρία;» μου’ λεγε. «Βγήκες μέσα απ’ τη ζύμη για μιλφέιγ που έφτιαχνε η μαμά σου κι έψηνε στο φούρνο του παππού σου. Ένα βράδυ άνοιξε χίλια φύλλα αλλά αντί να κάνει το γλυκό, έπλασε εσένα. Γι’ αυτό έχεις χίλια πρόσωπα.» Μου’ λεγε κι’ άλλα. Ότι γεννήθηκα σε βάρκα, πως οι γονείς μου είναι άγγελοι, ότι το σπίτι τους είναι γωνία Εδέμ και Πλούτωνα!
ΠΑΒΛΟΦ: Τι έχασα, βρε παιδιά! Πατήστε το replay! Ποιοι μένουν στην Εδέμ και ποιοι στην Πλούτωνα;
ΜΑΡΙΑ: Τι σημασία έχει που γεννήθηκα, που μεγάλωσα και που σπούδασα! Σημασία έχει ότι ζω εδώ... Πως είπατε; Γιατί ζω εδώ; Τι ν’ απαντήσω; Πως είναι ερωτική η πόλη; Ή πως δεν είναι; Ας πούμε ότι μ’ αρέσει τ’ όνομα της. Ή ότι αγαπώ τους ποιητές της. Δεν είναι αυτό αρκετό; Παρά την γκρίνια, τη μιζέρια, την αχαριστία, την ανοησία, την κακογουστιά, την βρωμιά, τους ψυχαναγκασμούς, και άλλα που μας βασανίζουν, ρωτώ: δεν είναι αυτό αρκετό; Κι ας μην κοιταζόμαστε στα μάτια, πια…Κι ας κοιτάμε ο ένας τα παπούτσια τ’ αλλουνού...
ΠΑΒΛΟΦ: Μαρία, εδώ είμαι! Κοίταξε με!
ΜΑΡΙΑ: Κι εγώ φοβάμαι να κοιτάξω τα μάτια τους! Φοβάμαι αυτό που θα διαβάσω μέσα τους. Αλλά περισσότερο φοβάμαι τη μοναξιά. Ίσως γι’ αυτό δημιουργώ ανθρώπους. Για να μη μείνω ποτέ μόνη. Όμως πάλι φοβάμαι. Ότι θα μου τα κλέψουν. Άνθρωποι. Δεν θα υπάρχουν πουθενά και δεν θα λένε τίποτα σε κανέναν. Τα έργα μου. Και τελικά θα μείνω μόνη. Κι αδύναμη. Και με όψη κακή. Και θα ξυπνήσω ένα μεσημέρι, γυμνή στο κέντρο της Αριστοτέλους. Γυμνή και μόνη. Και δεν θα μπορώ να βοηθήσω τον εαυτό μου. Βλέπω τέτοιους εφιάλτες. Πως ο δήμαρχος αγοράζει έργο μου!
ΠΑΒΛΟΦ: Α, πα, πα, πα! Πα!
ΜΑΡΙΑ: Κι εγώ το πουλάω! Πως μου πέφτει ο ουρανός στο κεφάλι. Πως δεν θα προλάβω να τους εκδικηθώ! Πως έρχονται συνέχεια! Κι ύστερα ξυπνάω και με πιάνουν τα γέλια. Ξέρετε γελάω μ’ αυτά που θα’ καναν τους άλλους να κλαίνε! Γι’ αυτό δεν πάω σε κηδείες! Γελάω πολύ! Γελάω με αποτυχημένα ανέκδοτα! Γελάω μ’ αυτά που έρχονται! Συνέχεια! Αλλά κλαίω όταν κάποιοι κοιτούν τα έργα μου σαν υπότιτλους σε ταινία πορνό. Καταλαβαίνετε; Ποιος διαβάζει τους υπότιτλους σε ταινίες-πορνό;… Ίσως, πάλι, να μου αξίζει! Ίσως η τέχνη να είναι, απλώς, υπόθεση αυτοέκφρασης, για να μην πω αυτοϊκανοποίησης!...
Γιατί κάνω γλυπτική! Καλή ερώτηση! Κάνω γλυπτική από εκδίκηση! (Δίνει το μικρογλυπτό στον Παβλόφ.) Αλλά αυτό δε θα σας το πω ποτέ!
Ο Παβλόφ ξαναφορά την ποδιά κι επιστρέφει με το γλυπτό στον Κλέωνα.
Ψ. ΠΑΒΛΟΦ: Ας μιλήσουμε για την δουλειά σας! Τι επαγγέλεσθε;
ΚΛΕΩΝ: Είμαι αρχιτέκτων! Ορίστε η κάρτα μου! Σχεδιάζω κτίρια! Θα έχετε ακούσει για το τελευταίο! Δεν είχε παράθυρα!
Ψ. ΠΑΒΛΟΦ: Ενδιαφέρον! Συνεχίστε!
ΚΛΕΩΝ: Σκέφτηκα ότι η θέα είναι αλλού. Δεν μ’ ενδιαφέρει ν’ ανοίγω το παράθυρο και ν’ αντικρίζω τον ποπό της απέναντι!
Ψ. ΠΑΒΛΟΦ: Μην είστε απόλυτος! Εξαρτάται από το ποια μένει απέναντι.
ΚΛΕΩΝ: Είναι άσχημη αυτή η πόλη γιατρέ μου! Με είχε κάνει να χάσω την έμπνευση μου. Σχεδίαζα κτίρια απρόσωπα, άχρωμα, αδιάφορα. Με είχε ευνουχίσει. Δεν έβλεπα φως, πουθενά!
Ψ. ΠΑΒΛΟΦ: Κουράγιο!
ΚΛΕΩΝ: Μέχρι που είχα την ιδέα να χτίσω τα παράθυρα!
Ψ. ΠΑΒΛΟΦ: Ευφυές! Ποιος χρειάζεται τα παράθυρα, όταν υπάρχουν πόρτες! Πόρτες βάλατε, Κλέωνα; (Του δίνει το γλυπτό. Σκοτάδι.)
Γραφείο Τελετών Κορνήλιου Ρουσάκη. Η Νίνα, οδηγός νεκροφόρας, βάζει σε σειρά μια στοίβα κηδειόχαρτα. Ο Κορνήλιος ξεφυλλίζει μια εφημερίδα.

ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ: Άκουσον, άκουσον! Αρχιτέκτων σχεδίασε, λέει, σπίτι άνευ παραθύρων! Πλησιάζει το 2012!
ΝΙΝΑ: Κι εγώ σου λέω ότι γεμίσαμε ψυχάκηδες! Όλος ο κόσμος τρέχει στους ψυχαναλυτές!
ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ: Έλα, να δεις την φωτογραφία του. Σαν τον Τζακ Νίκολσον στη Φωλιά του Κούκου είναι.
ΝΙΝΑ: (Κοιτάζει την φωτογραφία) Απίστευτο! Αυτός είναι ο τρελός που’ σου λεγα!
ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ: Εμ! Κοίτα κι εμάς τους λογικούς λίγο!
ΝΙΝΑ: Διάβασε μου το άρθρο! Δεν τα καταφέρνω στην ανάγνωση των ελληνικών, όταν ταράζομαι!
ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ: Ο Κλέων Σωτήρχος εκπροσωπεί τη χώρα στον διεθνή αρχιτεκτονικό διαγωνισμό «Νέο Βλέμμα». Μπλα, μπλα, μπλα, μπλά. Το «τυφλό κτίριο», που σχεδίασε ο πάντα ανήσυχος αρχιτέκτων, έχει οθόνες αντί για παράθυρα. Ο ίδιος αρνείται ν’ αποκαλύψει τι θα προβάλλεται στις οθόνες. «Είναι θέμα χρόνου να το μάθετε» δήλωσε πριν εξαφανιστεί. Οι φήμες είναι συγκεχυμένες. Άλλοι μιλούν για προβολές φυσικών τοπίων, άλλοι για εικόνες από χειρουργεία (αίματα, ανθρώπινα όργανα, σπλάχνα, ο εσώτερος κόσμος) και άλλοι για θεματικά δωμάτια. Το περιβάλλον του καλλιτέχνη διαψεύδει την πληροφορία ότι τα βίντεο περιέχουν συναντήσεις του Σωτήρχου με γυναίκες που βιντεοσκοπούνται εν αγνοία τους.
ΠΑΒΛΟΦ: (Μπαίνει αλαφιασμένος) Στοπ! Θέλω ν' αλλάξουμε τον τίτλο της είδησης. "Κοινωνικό σκάνδαλο με πρωταγωνιστή γνωστό αρχιτέκτονα!" Αυτό το sms διαλέγω!
ΝΙΝΑ: Γυναίκες που βιντεοσκοπούνται εν αγνοία τους; Λες να μου την είχε στημένη ο τρελός; Τι άλλο γράφουν; Μη σταματάς! Συνέχισε να διαβάζεις!
ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ: Δεν έχει άλλο! Αυτό ήταν! Εκτός αν τύλιξα με το υπόλοιπο τα γυαλικά της μετακόμισης.
ΝΙΝΑ: Τι nα κάνω; Nα τον μηνύσω! Ή μήπως να τον θάψω ζωντανό;
ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ: Θάψ’ τον να βγάλουμε και κάνα φράγκο! Kοράκι μου, γιατί συγχύζεσαι; Κι εγώ στη θέση του θα σ’ αποθανάτιζα! Δεν είσαι να περνάς στην σκιά!

ΝΙΝΑ: Κοράκι είσαι και φαίνεσαι! Εγώ είμαι νυχτερίδα! Μη μου κολλάς πολύ να μην σου πιω το αίμα!
ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ: (της προσφέρει τον λαιμό του) Για σένα γίνομαι περιστεράκι! Το κοράκι που έγινε περιστεράκι! ΄0πως το «η σκύλα που έγινε αρνάκι»! Καλύτερος ήταν ο Σαίξπηρ;
ΝΙΝΑ: Η «στρίγγλα»!
ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ: Ποια στρίγγλα;
ΝΙΝΑ: Άσε τις μαλαγανιές και πάρ’ το απόφαση! Εσύ δεν πρόκειται να με δεις οριζόντια! Μόνο κάθετη θα με βλέπεις!
ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ: Λέγε ότι θες! Δεν είμαι πελάτης να μ’ έχεις του χεριού σου!... Να σ’ ακούσω τι θα πεις όταν σε δει όλος ο κόσμος στο video wall!
ΝΙΝΑ: «Περάστε γι’ αυτόγραφα, αργότερα», αυτό θα πω! Μπορεί να ζητήσω και πνευματικά δικαιώματα. Δεν με φοβίζουν αυτές οι αηδίες. Κάμερες και βίντεο!
ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ: Για πιάσε λίγα κόλυβα να στυλωθούμε! Απ’ τα καλά, της κυρά Τασούλας!
ΝΙΝΑ: Κορνήλιε, θα με βοηθήσεις να τον βρω;
Μπαίνει λαχανιασμένη η Μανίνα κρατώντας μια εφημερίδα:
ΜΑΝΙΝΑ: Τον βρήκα! Βρήκα τον Κλέωνα!
ΝΙΝΑ-ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ: (μ’ ένα στόμα-μια φωνή) Ποιον Κλέωνα; Που τον ξέρεις εσύ τον Κλέωνα; (σκοτάδι)

ΠΑΒΛΟΦ: Που τον ξέρει η Μανίνα τον Κλέωνα; Τον "είδε" στο φλυτζάνι ή μήπως του είπε το φλυτζάνι; Είναι φίλος, εραστής ή συζύγος; Ή μήπως πρώην σύζυγος; Πρώην-σκέτο; Φωτογραφήθηκε μαζί του; Την κυνηγάει; Της έκλεψε κάτι; Δύσκολη η επιλογή...

Ο Κλέων επισκέπτεται το υπαίθριο καφε-μαντείο της Μανίνας…
ΚΛΕΩΝ: Nα τον πιω τον καφέ σου; Αξίζει;
ΜΑΝΙΝΑ: Αναλόγως πως τον πίνεις και τι σ’ ευχαριστεί!
ΚΛΕΩΝ: Θέλω αποκαλυπτικό χαρμάνι.
ΜΑΝΙΝΑ: Έχω το καλύτερο! Χαρμάνι δρόμου και ξυλάκι κανέλας αντί για κουταλάκι! Κάτσε! Θα καταλάβεις πίνοντας…
ΚΛΕΩΝ: Μπορείς να μου πεις τον καφέ με τα μάτια κλειστά;
ΜΑΝΙΝΑ: Τι ζητάς να μάθεις;
ΚΛΕΩΝ: Ότι ζητάνε όλοι! Υγεία, σεξ, χρήματα, καμιά καινούρια γνωριμία; Τέτοια δε σε ρωτάνε; Τον αριθμό του τηλεφώνου σου, ίσως;
ΜΑΝΙΝΑ:
ΚΛΕΩΝ: Αστειεύομαι! Πότε θα πεθάνω! Και πως!
ΜΑΝΙΝΑ: Για θανάτους και αναζήτηση αντικειμένων χρεώνω τα διπλά!
ΚΛΕΩΝ: Αν βγεις αληθινή θα γίνω ο καλύτερος πελάτης σου!
ΜΑΝΙΝΑ: Πες μου πότε γεννήθηκες;
ΚΛΕΩΝ: Σε έτος δίσεκτο. 29 Φεβρουαρίου 1958. Μεγαλώνω κάθε τέσσερα χρόνια! Έχει αυτό κάποια σχέση με τον θάνατο μου;... Εσύ πότε γεννήθηκες;
ΜΑΝΙΝΑ: Περίεργο! Την ίδια μέρα με σένα, πολλά χρόνια αργότερα… Λοιπόν, κάτι μου θυμίζεις!
ΚΛΕΩΝ: Ίσως τον ώριμο άντρα που πάντα ονειρευόσουν; Αλήθεια, μήπως μ' έχεις ονειρευτεί; (Πίνει τον καφέ του) Μπορεί το φλιτζάνι να βοηθήσει την μνήμη σου! (Της το δίνει) Έτοιμο! Σ’ ακούω! Κλειστά τα μάτια, παρακαλώ! Τι βλέπεις;
ΜΑΝΙΝΑ: Δεν είσαι καλά, έτσι; Έχεις πρόβλημα!
ΚΛΕΩΝ: Κανένα! Αν εξαιρέσεις ότι βολοδέρνω από το ντιβάνι του ψυχαναλυτή στο υπαίθριο καφε-μαντείο σου και τούμπαλιν, είμαι πολύ καλά!
ΜΑΝΙΝΑ: Αυτό που σε καίει είναι τυφλό! Κλειστό φλυτζάνι, κλειστή καρδιά, κλειστά παράθυρα, κλειστές πόρτες. Μεγάλο πρόβλημα! Με τις γυναίκες πως τα πας;
(Πίσω τους, περνάει η Μαρία και κερνάει τον Παβλόφ μπισκότα κανέλας. Ο Κλέων την βλέπει. Σκοτάδι. Την ακολουθεί. Τον σταματά ο Παβλόφ)

Ο Παβλόφ φοράει την ποδιά του γιατρού.
Ψ. ΠΑΒΛΟΦ: Πως τα πας με τις γυναίκες, Κλέωνα;
ΚΛΕΩΝ: Κάνω ότι μπορώ!
Ψ. ΠΑΒΛΟΦ: Δηλαδή;
ΚΛΕΩΝ: Δεν είμαι ο Γουόρεν Μπίτι αλλά έχω μια καλή συλλογή.
Ψ. ΠΑΒΛΟΦ: Σου θυμίζω ότι στον γιατρό λέμε πάντα την αλήθεια.
ΚΛΕΩΝ: …Τα χάνω όταν έρχονται συνέχεια… Όταν έρχονται μια-μια τις καταφέρνω…
Ψ.ΠΑΒΛΟΦ: Μάλιστα…
ΚΛΕΩΝ: Το πράγμα χαλάει όταν έρχονται σπίτι μου…
Ψ.ΠΑΒΛΟΦ: Μίλησε μου ανοιχτά. Σε καλύπτει η δεοντολογία. Τι γίνεται σπίτι σου;
ΚΛΕΩΝ: Δεν ξέρω, γιατρέ! Με περνούν για τρελλό; Με φοβούνται; Δεν είμαι αρκετά ωραίος; Προσπαθώ να τις καταλάβω, αλλά κατέληξα όπως ο Μπρουνέτι. Αγαπώ να τις μισώ!
Ψ. ΠΑΒΛΟΦ: Ας πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή. Πως ήταν η παιδική σου ηλικία;
ΚΛΕΩΝ: Ένα κουτί γεμάτο μέλι και… μέλισσες. Ήμουν ένας πρίγκηπας. Όλοι με υπηρετούσαν…
Ψ. ΠΑΒΛΟΦ: Η σχέση σου με την μαμά σου;
ΚΛΕΩΝ: Έκανε ωραίο μιλφέιγ. Την είχα για θεά!
Ψ.ΠΑΒΛΟΦ: Σε θήλαζε η μανούλα;
ΚΛΕΩΝ: «Σκατρά», που θα’ λεγε και ο Ζαρύ. Έλειπε συνέχεια! Την έβλεπα μόνο στα όνειρα μου. Και σε κάτι βίντεο που μου έστελνε.
Ψ. ΠΑΒΛΟΦ: Υπήρχε το βίντεο στα χρόνια σου;
ΚΛΕΩΝ: Υπήρχε, ποιητική αδεία.
Ψ. ΠΑΒΛΟΦ: Δεκτό! Θα δούλευε σκληρά, υποθέτω. Τι δουλειά έκανε;
ΚΛΕΩΝ: Αστή! Αγαπούσε τα ταξίδια, τις δεξιώσεις και το θέατρο!
ΨΥΧΙΑΤΡΟΣ: Την δύστυχη! Κι ο μπαμπάς;
ΚΛΕΩΝ: Αστός κι αυτός! Αρχιτέκτων μεγάλων χώρων. Είχε εμμονή με την φωτογραφία!
Ψ.ΠΑΒΛΟΦ: Τραγωδία! Κι εσύ; Πως σκότωνες τον χρόνο σου;
ΚΛΕΩΝ: Ερωτεύτηκα την νταντά. Είχε δυο υπέροχα, θλιμμένα μάτια. Το ένα καστανό, το άλλο γαλαζοπράσινο. Την φώναζα Σοράγια.
Ψ.ΠΑΒΛΟΦ: Και τώρα; Σου αρέσει καμμία;
ΚΛΕΩΝ: Η Μαρία Κάλλας!
Ψ. ΠΑΒΛΟΦ: Άλλη;
ΚΛΕΩΝ: Η Όντρεϊ Χέμπορν!
Ψ. ΠΑΒΛΟΦ: Καμμία που να ζει ακόμα;
ΚΛΕΩΝ: Πολλές. Αλλά τις θέλω στην οθόνη.
Ψ. ΠΑΒΛΟΦ: Τι θα πει πολλές; Ποιες;
ΚΛΕΩΝ: H Nίνα, η Mανίνα, η Mαρία...
Ψ. ΠΑΒΛΟΦ: Χιονίζει;
ΚΛΕΩΝ: Νόμιζα πως ήταν άνοιξη!
Ψ. ΠΑΒΛΟΦ: Χιονίζει! Το λέει ο αδέξιος ποιητής!
ΚΛΕΩΝ: Δεν σε παρακολουθώ!
Ψ. ΠΑΒΛΟΦ: Ένας από τους συν-γραφείς!
ΚΛΕΩΝ: Κατάλαβα! Ας παίξουμε! (Σκοτάδι)

Η Νίνα η Μανίνα και η Μαρία στο νεκροταφείο μετά το τέλος μιας κηδείας.
ΝΙΝΑ: Κοίτα εκείνη την περίεργη! Είναι ρούχα αυτά για κηδεία;
ΜΑΝΙΝΑ: Πρόσεξες ότι κρυφογελούσε όλη την ώρα;
ΝΙΝΑ: Καλά, αυτό δεν είναι ασυνήθιστο!
ΜΑΝΙΝΑ:Νομίζω ότι είναι μια μουρλή γλύπτρια! Θα της μιλήσω. Έλα!(Πλησιάζουν την Μαρία.) Συγνώμη! Γνωριζόμαστε από κάπου; Μήπως έπαιζες στον Βασιλιά Υμπί;
ΜΑΡΙΑ: Έχουμε κοινό χώρο εργασίας! Δουλεύουμε στους ίδιους δρόμους...
ΜΑΝΙΝΑ: Μα βέβαια! Εσύ δεν φτιάχνεις τα ανθρωπάκια που δεν έχουν μάτια; Μαρία Εκλέρ, σωστά;
ΜΑΡΙΑ:...Κι εσύ παριστάνεις ότι βλέπεις το μέλλον! Πολύ καλή performance! Συγχαρητήρια!
ΜΑΝΙΝΑ: Με κολακεύεις!...
ΝΙΝΑ: (Στην Μαρία) Η κηδεία πως σου φάνηκε;
ΜΑΝΙΝΑ: Για γέλια και για κλάματα! Να σου γνωρίσω την φίλη μου τη Νίνα! Είχε την καλλιτεχνική επιμέλεια!
ΜΑΡΙΑ: (Κοιτάζει τη Νίνα στα μάτια) Περίεργη! Φέρετρο με παράθυρα;
ΝΙΝΑ: Είναι η τελευταία λέξης της μόδας στο εξωτερικό! Εδώ είμαστε οι πρώτοι που τα φέραμε! Δεν τα έχει ούτε ο Μπαμπούλας!
ΜΑΝΙΝΑ: Είναι μόδα και τα μπαγιάτικα κόλυβα; Ή οι κηδείες χωρίς φέρετρα; (Στην Μαρία) Σε λίγο, για να μειώσουν το κόστος θα φορούν τα χερούλια στο νεκρό και θα το λανσάρουν ως οικολογική πρόταση!
ΝΙΝΑ: Μας αδικείς! Φροντίζουμε κάθε λεπτομέρεια.
ΜΑΝΙΝΑ: (Στην Μαρία) Έχει δίκιο! Μέχρι που βάζει νεκρά ταχύτητα στις κατηφόρες. Πηγαίνει, λέει, ο νεκρός με νεκρά! Πολύ ποιητικό! Εγώ λέω πως καίει λιγότερη βενζίνη.
ΜΑΡΙΑ:
ΜΑΝΙΝΑ: Αλήθεια, δεν μου είπες, ήταν φίλος σου ο μακαρίτης; Σπουδαίος άνθρωπος!
ΜΑΡΙΑ: Ας πούμε ότι μου χρωστούσε… Τον γνώρισα πριν ένα μήνα…
ΚΛΕΩΝ: Σταματήστε! (Παγώνει την σκηνή) Ξέρω που το πάτε! Αρνούμαι να είμαι ο μακαρίτης! Δεν θα με στείλει στον τάφο ένα sms. Αλλάζω το κείμενο! (Στέλνει sms από το κινητό του.)
ΠΑΒΛΟΦ: Τι γράφει; Προτείνει εμένα για νεκρό; Ειν’ ο Παβλόφ, νεκρός; Γυναίκες, μην κλαίτε! (Η σκηνή ξαναρχίζει.)
ΜΑΡΙΑ: Θα σας φανεί παράξενο αλλά δεν ήξερα ούτε το όνομα του! Ήρθα γιατί έλαβα ένα μήνυμα στο κινητό μου!
Εμφανίζεται ο Κορνήλιος.
ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ: Κυρίες μου, ακολουθεί καφές. (Πλησιάζει) Μαρία! Εσύ σε κηδεία; Τι συμβαίνει; Να υποθέσω ότι γυρεύεις ιδέες για περίεργα χάπενινγκ;
ΝΙΝΑ: Γνωρίζεστε;
ΜΑΡΙΑ: Έπρεπε να το είχα φανταστεί! Κορνήλιος Ρουσάκης, ο άνθρωπος πίσω από κάθε καινοτομία! Πως το σκέφτηκες αυτό με τα παράθυρα;
ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ: Διάβασα ότι καταργούνται από τα σπίτια και αποφάσισα…
ΜΑΝΙΝΑ: Γνωρίζεστε! Από που;
ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ: Από τον στρατό! Τι πρόβλημα έχεις;
ΜΑΡΙΑ: Έχουμε γελάσει πολύ, παρέα!
ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ: Επίσης, έχουμε θάψει πολύ κόσμο, παρέα!
ΝΙΝΑ: «Όλη η πόλη μια παρέα»!
ΜΑΝΙΝΑ: Ναι, όλη η πόλη μια παρέα, το έχω υπόψη μου, αλλά δε με βοηθά!
ΜΑΡΙΑ: Ας πούμε ότι είχαμε μαζί μια εταιρία ανακύκλωσης καλλιτεχνικών απόβλητων!
ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ: Χααα! (Γελάνε οι δυο τους.) Η κυρία χρημάτισε μακιγιέρ του καταστήματος! Την φώναζα σοβαντεπί! Γι’ αυτό με παράτησε! (Γελάει μόνος του.)
ΝΙΝΑ: Ώστε εσύ είσαι! Έχω ακούσει πολλά για σένα!
ΜΑΡΙΑ: Αλήθεια; Με προκαλείς να ρωτήσω τι;
ΝΙΝΑ: Γυαλίζουν επικίνδυνα τα μάτια σου! Γιατί επέστρεψες;
ΜΑΡΙΑ: Είχαν αρχίσει να τρέμουν τα χέρια μου όταν τους άγγιζα!... Αυτό αποκλείεται να το ξέρεις!... Μην ανησυχείς! Δεν ξαναγυρνάω στα ίδια!... Κορνήλιε, εσύ κάνεις, πάντα, την ίδια δουλειά… Πως πάει;
ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ: Δύσκολα!
ΜΑΝΙΝΑ: Έτσι είναι! Μεσούσης της οικονομικής κρίσης έχουμε περικοπές και στους θανάτους!
ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ: Σκληρός ανταγωνισμός. Μετακομίζουμε στην Τσιμισκή. Όλοι εκεί ανοίγουν γραφεία, τώρα.
ΜΑΡΙΑ: Τι έγινε; Νέκρωσε το κέντρο κι ανέλαβαν οι νεκροθάφτες;
ΠΑΒΛΟΦ: «Δεν θα πεθάνουμε ποτέ, κουφάλες νεκροθάφτες», που λέει και το τραγούδι! Τελικά, βρε παιδιά, ο νεκρός ποιος είναι;
ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ: Θα έρθεις να ζωγραφίσεις καμιά νεκρή φύση στη βιτρίνα να μας παίξουν τα ΜουΜουΕ;. Στάσου να σου δέσω το κορδόνι!
ΜΑΡΙΑ: Άσε, έμαθα να το δένω μόνη μου! (σκύβει και το δένει. Ακούγεται μουσική.) Τι ακούγεται;
ΜΑΝΙΝΑ: Είναι από την λιμουζίνα! Ραδιόφωνο! Η πολιτιστική ατζέντα του 9.58fm. ΝΙΝΑ: Παράξενο. Πως δυνάμωσε η ένταση;
ΜΑΝΙΝΑ: Άστο να παίζει! Βαρέθηκα τα μοιρολόγια!
Ακούγεται η φωνή της δημοσιογράφου: Ο αρχιτέκτων Κλέων Σωτήρχος παρουσιάζει τη νέα του δουλειά, σήμερα, στις 8.00 το βράδυ…
ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ: (Στη Μαρία) Δεν μου απάντησες! Γιατί είσαι εδώ; Ποιος σε κάλεσε;
ΜΑΡΙΑ: (Μισοαστεία-μισοσοβαρά) Έμαθα ότι είναι εναλλακτικό το φέρετρο και ήρθα! Τι θα γίνει; Θα τον πιούμε εκείνον τον καφέ; Αρχίζει να ψιχαλίζει!
ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ: Ελάτε, κουρούνες μου! Κερνάει ο συχωρεμένος!
ΜΑΡΙΑ: Άλλος κερνάει σήμερα, Κορνήλιε! Ακολουθήστε με!

3 σχόλια:

Στεφανία Βελδεμίρη είπε...

Το πρόβλημα του Κλέωνα είναι ότι έχει καλέσει σε δείπνο τον δήμαρχο της πόλης, αλλά η γάτα της γειτόνισσάς του, τρύπωσε την προηγούμενη νύχτα στο πολυτελές εργένικο σπίτι του και έχει σκίσει τον δερμάτινο καναπέ του και έκανε ακαθαρσίες στα περσικά χειροποίητα χαλιά του. Το αποτέλεσμα είναι ότι το σπίτι μυρίζει σκ.... , το σαλόνι του είναι ξεσκισμένο, το δείπνο είναι σε λίγες ώρες και ο οικιακός του βοηθός λείπει με άδεια σε ολιγοήμερο ταξίδι στη Χαβάη (βραβείο - κίνητρο) που του έδωσε ο Κλέων γιατί καθάρισε τα παντζούρια και τα κουφώματα σε χρόνο ρεκόρ την προηγούμενη εβδομάδα.

Unknown είπε...

Το πρόβλημα του Κλέωνα είναι ότι δεν έχει βρει ακόμη την σεξουαλική του ταυτότητα. Του αρέσουν οι άντρες αλλά δεν τολμάει να το πει ούτε στον εαυτό του. Τώρα μπροστά στον θάνατο λυγίζει. Σκέφτεται ότι ίσως αύριο να είναι εκείνος μέσα και να μην έχει προλάβει να ζήσει όλα όσα πραγματικά λαχταράει. Ίσως τώρα να ήρθε η ώρα να αντιμετωπίσει τη δύσκολη αλήθεια. "Τι σου κάνει μια νεκροφόρα" σκέφτεται... Μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή.

Στεφανία Βελδεμίρη είπε...

Μια ιδέα; Μήπως ο Κλέον όσο μιλάει στον ψυχίατρο να φτιάχνει κάτι με τα χέρια του; π.χ. βαρκούλες χάρτινες ή χάρτινα καπέλα; ή μήπως να σχεδιάζει με νευρικές κινήσεις κατόψεις και όψεις κτιρίων; ή θέες από παράθυρα- οθόνες; και αυτά που φτιάχνει ασταμάτητα να πετάει τριγύρω του δημιουργώντας γύρω του μια θάλασσα χαρτομάνι; Μια θάλασσα από αποτυχημένες ιδέες...